μπατάρω — μπατάρω, μπάταρα και μπατάρισα, μπαταρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπατάρω — και μπατέρνω (Μ μπατάρω και ἀμπατάρω) νεοελλ. 1. κλίνω προς τη μια πλευρά, γέρνω 2. ανατρέπομαι, βυθίζομαι («μπατάρησε η βάρκα») 3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω («μπατάρησε τη βάρκα για να τήν καθαρίσει») 4. φέρνω κάποιον σε εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
μπατάρω — (λ. ιταλ.), μπάταρα και μπατάρισα 1. μτβ., ανατρέπω: Τον μπάταρε ένα μεγάλο κύμα. 2. αμτβ., γέρνω, ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω: Η βάρκα μπάταρε από τη θαλασσοταραχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπατάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπατάρω, η κλίση προς τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπατάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] … Dictionary of Greek
τοιχίζω — ΝΜΑ [τοῑχος] (για πλοίο) γέρνω προς τη μια πλευρά, γέρνω, μπατάρω νεοελλ. κλείνω με τοίχο … Dictionary of Greek
μπατέρνω — μπάταρα, μπατάρω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)